ομοιώνυμος

ομοιώνυμος
-η, -ο
αυτός που έχει το ίδιο όνομα, ομώνυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”